Ας πάμε πίσω στα ’00s, τότε που το ίντερνετ ήταν αθώο. Ψέματα. Tο ίντερνετ δεν ήταν ποτέ αθώο γιατί υπήρχε ο ανθρώπινος παράγοντας, οπότε πάμε πίσω στην εποχή που κανένας δεν πίστευε πως μπορούσε να κάνει κακό σε άλλους ανθρώπους στο ίντερνετ. Τότε που οι φωτογραφίες άρχισαν να πληθαίνουν, να μεσουρανούν τα κουτσομπολίστικα blogs και το ΤΜΖ, τότε που η διασκέδασή μας ήταν να βλέπουμε celebrities να παραπαίουν, να τους πετυχαίνουμε σε ντροπιαστικές στιγμές, να τους εντοπίζουμε οπουδήποτε ζώντας μια κανονική ζωή που μπορεί να έμοιαζε με τη δική μας αλλά δεν ήταν καθόλου. Είναι η εποχή λίγο πριν από τα social media, που οι κάμερες των κινητών μόλις είχαν ξεκινήσει να μας δείχνουν πιξελιασμένους, ο όρος selfie δεν ήταν διαδεδομένος, αλλά όλοι ήξεραν καλά τον όρο «παπαράτσι». Τα κορίτσια που κυνηγούσαν ήταν εκείνα που δεν τους συγχωρούσαμε πως μπορούσαν να ζουν τη ζωή που δεν είχαμε. Ήταν εκείνες που ήταν νέες, ωραίες, σχεδόν πάντα μικροσκοπικές, έπιναν, χαλιόντουσαν, πάρταραν, είχαν αγόρια. Η Μπρίτνεϊ Σπίαρς, η Πάρις Χίλτον, η Λίντσεϊ Λόχαν, ήταν πρωταγωνίστριες στη συλλογική μας εμμονή που έκρινε ή αποθέωνε εκείνες που πρώτες έτυχε να ζήσουν όλη την περιπέτεια της νιότης τους κάτω από τον φακό των παπαράτσι, στο ίντερνετ. Δημοσίως. Πολλές φορές χωρίς τη συναίνεσή τους. Με φωτογραφίες που μένουν για πάντα όμως. Τα σλόγκαν είναι ωραία και έχουν μια παράλογη δυναμική. Είναι αθώα και κοφτερά μαζί και το να φοράμε λέξεις που λένε κάτι μας συνδέει μόνο με τους ανθρώπους που το καταλαβαίνουν. Τι κάνεις, λοιπόν, όταν η εικόνα σου είναι πιθανότατα το μόνο μέσο επικοινωνίας σου; Όταν οι αποφάσεις για το ποια είσαι έχουν παρθεί ήδη από τα μέσα και την κοινωνία; Όταν έντεχνα και χειριστικά δεν σου επιτρέπουν να απαντήσεις; Αφήνεις τα ρούχα να μιλήσουν για σένα. Φοράς κάτι μέσω του οποίου μπορείς να κάνεις μια δήλωση για να την καταλάβουν μόνο αυτοί που χρειάζεται. Για να πεις αυτό που θέλεις, χωρίς να σε κόψουν, χωρίς να σε σταματήσουν. Κάπου εκεί γεννήθηκε το clapback Τ-shirt. Ίσως το θυμάστε. Ήταν η φωτογραφία της Μπρίτνεϊ με ένα Τ-shirt που έγραφε «dump him» όταν χώρισε με τον Τζάστιν Τίμπερλεϊκ και οι φήμες έλεγαν πως ήταν με την Αλίσα Μιλάνο. Είναι η εικόνα της Πάρις Χίλτον με ένα Τ-shirt που έγραφε «Stop being desperate» , η Λίντσεϊ Λόχαν με γραμμένο το «skinny bitch» στην μπλούζα της. Η Μαντόνα φορούσε μπλουζάκι που έλεγε «cult member» όταν την έκριναν για τη στροφή της στην Καμπάλα. Αρκετά χρόνια αργότερα βγήκε η Βικτόρια Μπέκαμ με το «Fashion stole my smile», την περίοδο που σχολίαζαν το γεγονός πως δεν χαμογελά ποτέ. Τα σλόγκαν είναι ωραία και έχουν μια παράλογη δυναμική. Είναι αθώα και κοφτερά μαζί και το να φοράμε λέξεις που λένε κάτι μας συνδέει μόνο με τους ανθρώπους που το καταλαβαίνουν. Τα κορίτσια των ’00s δεν έκαναν κάτι πρωτότυπο, Τ-shirts με σλόγκαν υπήρχαν από τη στιγμή που μπήκαν τα μακό στην καθημερινότητά μας, δηλαδή κάπου στα τέλη των ’60s. Όμως εκείνες ήταν από τις πρώτες που το χρησιμοποίησαν με έναν τόσο δραστικό τρόπο μέσω του ίντερνετ, που στο τέλος τις βοήθησε να γίνουν κάτι σαν ένα πρωτόγονο meme. Μια viral εικόνα με μια λεζάντα φορεμένη που γνωστοποιούσε ένα κοινό συναίσθημα, μια απάντηση.